καθηκούσης

καθηκούσης
καθήκω
come
pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • πολίωση — η / πολίωσις, ώσεως, ΝΑ [πολιῶ / οῡμαι] η λεύκανση τών τριχών τού κεφαλιού και τού σώματος αρχ. (κατά τον Γαλ.) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”